- εὐτρεπῶς
- εὐτρεπήςreadily turningadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτρεπής — ές (ΑΜ εὐτρεπής, ές) έτοιμος, παρασκευασμένος για κάποιο έργο νεοελλ. ναυτ. φρ. «ευτρεπής άγκυρα» η άγκυρα που αναδύθηκε από τη θάλασσα, που απαλλάχθηκε από κάθε περιπλοκή τής αλυσίδας της, που ξενέρισε, η νέτη. επίρρ... εὐτρεπῶς και έως (Α) φρ.… … Dictionary of Greek
TAIRA — una ex illustribus Cleopatrae ancillis, ἡ ἀναπλέκουσα τὰς τρίχας ἐυτρεπῶς, quae comam illius decenter implicabat: Sicut Charmione altera erat, ἡ ἀπιτέμνουσα τὰς ὑπεροχὰς τῶ ὀνύχων ἐυφυῶς, quae extremos ungues ei dextre praecidebat, Galen. de Ther … Hofmann J. Lexicon universale
εύτρεπτος — εὔτρεπτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα 2. (για νόσους) ήπιος, μαλακός 3. (για δέρμα) ευαίσθητος 4. εύκολος, πρόθυμος για κάτι 5. ασταθής, εύστροφος, ευμετάβολος. επίρρ... εὐτρέπτως (Α) ευτρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek